- παραβαπτός
- παραβαπτ-ός, όν,A dyed,
ποικίλματα LXX Ez.23.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικίλματα LXX Ez.23.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβαπτός — ή, όν, Α [παραβάπτω] χρωματισμένος με ψεύτικο, νόθο, ξεθωριασμένο χρώμα, ψευτοβαμμένος, ψεύτικος … Dictionary of Greek